βακτηριακός

βακτηριακός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τα βακτήρια
2. φρ. «βακτηριακός πόλεμος» — ο μικροβιολογικός πόλεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • ευγενή μέταλλα — Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”